λιποπρωτεΐνες

λιποπρωτεΐνες
Ενώσεις που αποτελούνται από λιπίδια και πρωτεΐνες. Επειδή τα πιο πολλά λίπη, συμπεριλαμβανομένης της χοληστερίνης και των εστέρων της, είναι αδιάλυτα στο νερό μεταφέρονται στο αίμα με τη μορφή λ. Υπάρχουν τρεις τύποι λ. ανάλογα με την πυκνότητά τους. Οι πολύ χαμηλής πυκνότητας λ., που ονομάζονται και χυλομικρά, μεταφέρουν τριγλυκερίδια στους ιστούς, κυρίως στο ήπαρ, ώστε να χρησιμοποιηθούν για παραγωγή ενέργειας ή να αποθηκευτούν ως λίπος. Μεγάλα επίπεδά της στο αίμα σχετίζονται με τη στεφανιαία νόσο. Οι λ. υψηλής πυκνότητας (καλή χοληστερίνη) μετακινούν τη χοληστερίνη από τους ιστούς και φαίνεται ότι προστατεύουν από τη στεφανιαία νόσο. Τέλος, οι λ. χαμηλής πυκνότητας (κακή χοληστερίνη) φέρουν μεγάλη αναλογία χοληστερίνης. Μεγάλα επίπεδά της στο αίμα συνδέονται με την αθηροσκλήρυνση και τη στεφανιαία νόσο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λιποπρωτεΐνη — η συν. στον πληθ. οι λιποπρωτεΐνες (βιοχ.) ουσίες που περιέχουν λιποειδή και πρωτεΐνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lipoprotein < lip(o) (< λίπος) + protein (< πρωτεΐνη)] …   Dictionary of Greek

  • λιποπρωτεϊνικός — ή, ό (βιοχ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις λιποπρωτεΐνες («λιποπρωτεϊνική λιπάση») …   Dictionary of Greek

  • υπερλιποπρωτεϊναιμία — η, Ν ιατρ. η υπερλιπιδιαιμία, αύξηση τής περιεκτικότητας τού αίματος σε λιποπρωτεΐνες, δηλαδή σε λιπίδια συνδεδεμένα με πρωτεΐνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hyperlipoproteinemie] …   Dictionary of Greek

  • αθηρωμάτωση ή αθηροματοσκλήρυνση — Πάχυνση του έσω χιτώνα του αρτηριακού τοιχώματος (λόγω εναπόθεσης λιπαρών ουσιών), που έχει ως συνέπεια τη στένωση του αυλού των αρτηριών. Οι λιποπρωτεΐνες (σωματίδια τα οποία μεταφέρουν τη χοληστερίνη, που ευθύνεται για τον σχηματισμό του… …   Dictionary of Greek

  • αντιγόνα — Ουσίες οι οποίες, με την εισαγωγή τους στον οργανισμό, προκαλούν την παραγωγή αντισωμάτων ή ευαισθητοποιημένων λεμφοκυττάρων. Αντιγονικές ιδιότητες έχουν μερικές ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, όπως είναι οι πρωτεΐνες, οι υδατάνθρακες, τα… …   Dictionary of Greek

  • λιπίδια ή λιποειδή — Κατηγορία ενώσεων ποικίλης δομής, αλλά με κοινές τις γενικές ιδιότητες των λιπών. Πολύ συχνά οι όροι λ. και λίπη θεωρούνται συνώνυμοι. Στον ανθρώπινο οργανισμό διακρίνονται σε λ. αποθέματος, με λειτουργίες πλαστικές, προστατευτικές και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”